- πασπατευτός,-ή, -ό
- 1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με το πασπάτεμα, ψηλαφητός.2. μτφ., ο πολύ πυκνός: Πασπατευτό σκοτάδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πασπατευτός — ή, ό [πασπατεύω] αυτός που μπορεί να ψηλαφηθεί. επίρρ... πασπατευτά με ψηλαφητό τρόπο, ψαχτά … Dictionary of Greek